σπίλος

σπίλος
(Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των στιβάδων του δέρματος που βρίσκονται από πάνω και από άλλα ενδεχομένως στοιχεία (παρουσία τριχών, συνδετικού ιστού, αγγείων κλπ.). Σπιλοειδείς εκδηλώσεις είναι επίσης οι εφηλίδες, μερικοί ακροχορδονώδεις σχηματισμοί και οι δυσχρωμίες του δέρματος κατά κηλίδες, που συνήθως ονομάζονται ηπατικές κηλίδες. Υπάρχουν επίσης σ., στους οποίους απουσιάζει πλήρως η χρωστική και που εμφανίζονται ως αχρωματικές κηλίδες. Μια άλλη κατηγορία τους έχει αγγειακή σύσταση: πρόκειται για μικρά αγγειώματα ή λεμφαγγειώματα που μπορεί να είναι κόκκινα, κιτρινωπά ή ιοειδή. Μόνο πρακτικό μέσο για την αφαίρεση των σ. είναι η με χειρουργικά μέσα αφαίρεσή τους, κυρίως για αισθητικούς λόγους, και σπανιότερα για θεραπευτικούς.
* * *
(I)
ο, ΝΜΑ
ρύπος, κηλίδα, λεκές («πάντα σπίλον καθαίρειν», Αθην.)
νεοελλ.
ιατρ.
1. κάθε συγγενής βλάβη ή κηλίδα τού δέρματος με αλλοιωμένο χρώμα η οποία προκαλείται από μη φυσιολογική χρώση ή από άθροισμα ή διεύρυνση αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων
2. φρ. α) «αμελανωτικός σπίλος» — σπίλος χωρίς χρωστική
β) «αναιμικός σπίλος» — σπίλος με αλλοίωση τού χρώματος οφειλόμενη σε κακή αιμάτωση
γ) «κυανός σπίλος» — σπίλος που σχηματίζεται από χρωστικοφόρα κύτταρα στο βαθύτερο τμήμα τού δέρματος με βαθιά κυανωπή απόχρωση
δ) «κερατοειδής σπίλος» — σπίλος με κεράτινα επάρματα
ε) «σηραγγώδης σπίλος» — σπίλος με σχετικώς μεγάλα αιμοφόρα αγγεία που σχηματίζουν κοιλώματα
στ) «επηρμένος σπίλος» — σπίλος με αύλακες που δημιουργούν μια επιφάνεια όμοια με τού εγκεφάλου
ζ) «αλωφόρος σπίλος» — σπίλος που περιβάλλεται από έναν δακτύλιο με αλλοιωμένο δέρμα
η) «γραμμοειδής ή θηλοειδής σπίλος» — άθροισμα επηρμένων κηλίδων που εμφανίζονται σε γραμμές και οφείλονται σε υπερανάπτυξη τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας
θ) «θηλωματώδης σπίλος» — σαρκώδης κεχρωσμένος όγκος
ι) «αγγειωματώδης σπίλος» — διάχυτος όγκος που αποτελείται από αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία εντοπιζόμενα στον υποδόριο συνδετικό ιστό
ια) «λιπωματώδης ή λιπώδης σπίλος» — σπίλος που περιέχει μεγάλες ποσότητες λίπους ή περιβάλλει έναν μικρό λιπώδη όγκο
ιβ) «τριχωτός σπίλος» — σπίλος που καλύπτεται από τρίχες
ιγ) «σμηγματώδης σπίλος» — σαρκώδης όγκος που αποτελείται από ώριμους σμηγματογόνους αδένες
ιδ) «φλεβώδης σπίλος» — κηλίδα που σχηματίζεται από διευρυμένες φλέβες
ιε) «μελαγχρωματικός σπίλος» — επίπεδη ή σαρκώδης δερματική βλάβη που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από άθροισμα μελανοκυττάρων, ενώ όταν είναι παχύτερη συνυπάρχουν νευρικά στοιχεία και συνδετικός ιστός και μπορεί να είναι καλοήθης ή κακοήθης
μσν.-αρχ.
ηθικός ρύπος, ηθικό στίγμα («τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα», ΚΔ)
αρχ.
1. (ειδικά) στον πληθ. oἱ σπίλοι
οι σκοτεινές κηλίδες που διακρίνονται στη φωτεινή επιφάνεια τής Σελήνης
2. ακαθαρσία στο σώμα, λέρα («ἐπὶ θατέρου μικροῡ σπίλον εἴδομεν...», Λουκιαν.)
3. (για πρόσ.) άνθρωπος στιγματισμένος ηθικά, φαύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. πίνος* «ακαθαρσία»].
————————
(II)
ἡ και ὁ, Α
απόκρημνος βράχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)p(h)ei- «μυτερός, μυτερό ξύλο» και συνδέεται με: μέσο άνω γερμ. spĭl «μύτη λόγχης», γερμ. διαλ. τ. Speil «ροκανίδι», αρχ. νορβ. spila «μυτερό και λεπτό κομμάτι ξύλου» (και, κατά μία άποψη, όχι τόσο πιθανή, με τ. που εμφανίζουν διάφορα επιθήματα, πρβλ. λατ. spica «στάχυς, ακίδα», spina «αγκάθι», αγγλ. spire «βέλος»). Πιθανολογείται, ωστόσο, και η σύνδεση τής λ. με τον τ. σπίλος (Ι) «κηλίδα», αν θεωρηθεί ότι ο βράχος μπορεί να δίνει την εντύπωση μιας μαύρης κηλίδας μέσα στη θάλασσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπίλος — rock masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίλοι — σπίλος rock masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίλους — σπίλος rock masc acc pl σπιλόω stain imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίλως — σπίλος rock masc acc pl (doric) σπιλόω stain imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσπιλος — κατάσπιλος, ον (Α) γεμάτος κηλίδες, κηλιδωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπιλος (< σπίλος «κηλίδα»), πρβλ. ά σπιλος, υπό σπιλος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσπιλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές κηλίδες 2. μτφ. αυτός που επιφέρει ψόγο, άξιος μομφής, αξιόμεμπτος («ὁ πολύσπιλος τῆς πορνείας δαίμων», Νείλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπίλος «κηλίδα, λεκές» (πρβλ. κατά σπιλος)] …   Dictionary of Greek

  • σπίλη — ἡ, Α σπίλος, ηθικό στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σπίλος (Ι), κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • υπόσπιλος — ον, Α αυτός που έχει σπίλους, κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπίλος «κηλίδα» (πρβλ. κατά σπιλος)] …   Dictionary of Greek

  • άσπιλος — η, ο (AM ἄσπιλος, ον) 1. ο ακηλίδωτος, ο καθαρός 2. (μτφ., με ηθική σημ.) ο άψογος, ο αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σπίλος (ΙΙ) «στίγμα, κηλίδα, λεκές, μίασμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”